βυσσόθεν

βυσσόθεν
βυσσόθεν επίρρ. (Α) [βυσσός]
1. από τον βυθό της θάλασσας
2. από τα βάθη της καρδιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βυσσόθεν — from the bottom indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”